- αμαγάριστος
- -η, -ο1. αυτός που δε βρομίστηκε, καθαρός: Ευτυχώς, το φαΐ ήταν αμαγάριστο.2. αυτός που δεν αρτύθηκε μέρα νηστείας: Του 'διναν να φάει κρέας και τυρί μεγαλοβδόμαδα, αλλά εκείνος έμεινε αμαγάριστος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.